γυφτιά

γυφτιά
η
1) грязь, нечистоплотность; нечистота; 2) жидкость, скаредность; мелочность;

κάνω γυφτιές — жадничать, скупиться; — быть мелочным


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γυφτιά" в других словарях:

  • γυφτιά — η 1. ακαταστασία και έλλειψη καθαριότητας. 2. μτφ., τσιγκουνιά: Από τη γυφτιά του δεν κάνει ποτέ δώρα στα παιδιά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυφτιά — η 1. ρυπαρότητα, ακαταστασία 2. μικροπρέπεια, τσιγγουνιά 3. συμπεριφορά που ταιριάζει σε γύφτο …   Dictionary of Greek

  • γυφτίλα — η 1. δυσοσμία από τη ρυπαρότητα τού γύφτου 2. η γυφτιά …   Dictionary of Greek

  • κατσιβελιά — η [κατσίβελος] 1. το γνώρισμα τού κατσίβελου, η νομαδική ζωή 2. πράξη που αρμόζει σε κατσίβελο, γυφτιά …   Dictionary of Greek

  • κατσιβελιά — η γυφτιά, μικροπρέπεια: Αυτό που κάνεις είναι κατσιβελιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»